χρήστων

χρήστων
χρήστης
one who gives
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρηστῶν — χρηστός useful fem gen pl χρηστός useful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρήστων — Χρῆστος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • ἀχρήστων — ἄχρηστος useless masc/fem/neut gen pl ἀ̱χρήστων , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱χρήστων , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • доблѣи — (5*) сравн. степ. к доблии. 1.В 1 знач.: сего ради доблѣиша. паче и наставьника. (γενναιοτέρου) ЖФСт XII, 58. 2. Во 2 знач.: нъ ѥлико паче зъла˫а предъ лицемь вид˫аше. толико и в˫аче самъ доблѥѥ пребываше. (Θαῤῥαλεώτερος) ЖФСт XII, 125; ѿ ни(х)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • норовъ — НОРОВ|Ъ (31), А с. 1.Характер, нрав: клеветни||ка скоро послуша˫а. ли самъ лукавъ ѥсть норовомъ. ли отинудь дѣтьскии ѹмъ в немь. МПр XIV, 22–22 об.; || манера поведения: Кротость же ѥсть. ѥже никомѹже не досажати... нъ вьсѧкомѹ чл҃вкѹ. норовы… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… …   Dictionary of Greek

  • μάλιστα — (AM μάλιστα) (βεβαιωτικό μόριο) 1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. Μάλιστα», Αριστοφ.) 2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ εξοχήν (α. «είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”